ὀνειρώξῃ

ὀνειρώξῃ
ὀνειρώξηι , ὀνείρωξις
dreaming
fem dat sg (epic)
ὀνειρώσσω
dream
aor subj mid 2nd sg
ὀνειρώσσω
dream
aor subj act 3rd sg
ὀνειρώσσω
dream
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και …   Dictionary of Greek

  • ονείρωξη — η αθέλητη έξοδος σπέρματος κατά τον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω …   Dictionary of Greek

  • ενυπνιασμός — ἐνυπνιασμός, ο (Μ) 1. ενυπνίασις 2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξονειρωγμός — ἐξονειρωγμός, ο (Α) [εξονειρώσσω] ονείρωξη, ακούσια εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξονειρωκτικός — ἐξονειρωκτικός, ή, όν (Α) [εξωνειρώσσω] αυτός που παθαίνει συχνά ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • ονειρίασμα — το [ονειριάζομαι] 1. εμφάνιση σε όνειρο 2. ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • ονειριάζομαι — και νειριάζομαι [όνειρο] 1. ονειρεύομαι 2. παθαίνω ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • ονειρωγμός — ὀνειρωγμός, ὁ (Α) [ονειρώττω] η ονείρωξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”